Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες

      Στην τελευταία αναθεωρημένη έκδοση του DSM – 5 (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders – 5, 2013), το οποίο αποτελεί το επίσημο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας εισήχθη ο όρος «Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες» (Specific Learning Disorders) σε αντικατάσταση των όρων «Δυσλεξία», «Δυσαριθμησία» και «Διαταραχή στη γραπτή έκφραση» (dyslexia, dyscalculia, disorder of written expression), οι οποίες αναγράφονταν στις προηγούμενες εκδόσεις του DSM. (Τζιβινίκου, 2015).

      Σύμφωνα με την Αμερικάνικη Ψυχιατρική Εταιρία, οι Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες αναφέρονται σε εξελισσόμενα προβλήματα που αφορούν έναν από τους παρακάτω 3 τομείς: Ανάγνωση, Γραφή και Μαθηματικά, τα οποία είναι θεμελιώδη για την ικανότητα κάποιου να μαθαίνει. Τα τρία είδη των ΕΜΔ είναι: Η Δυσλεξία, η Δυσγραφία και η Δυσαριθμησία. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση των Ειδικών μαθησιακών δυσκολιών μπορεί να επηρεάζονται οι εξής τομείς: H ικανότητα γραπτής έκφρασης, η ορθογραφία, η αναγνωστική κατανόηση, η ικανότητα μαθηματικών υπολογισμών και η ικανότητα επίλυσης μαθηματικών προβλημάτων. Οι δυσκολίες που παρουσιάζονται στους προαναφερθέντες τομείς είναι πιθανό να επηρεάζουν και την εκμάθηση άλλων σχολικών μαθημάτων, όπως είναι για παράδειγμα η ιστορία, η φυσική, τα μαθηματικά κλπ. (Specific Learning Disorder, American Psychiatric Association, 2013).

      Σύμφωνα με το διαγνωστικό εργαλείο DSM – 5 για τη διάγνωση των ΕΜΔ πρέπει να πληρούνται 4 συγκεκριμένα κριτήρια (American Psychiatric Association, 2013, Petreto & Masala, 2017):

      Ο μαθητής – η μαθήτρια πρέπει να παρουσιάζει δυσκολίες σε τουλάχιστον έναν από τους παρακάτω τομείς: δυσκολία στην ανάγνωση, δυσκολία στην κατανόηση, δυσκολία στην ορθογραφία, δυσκολία στη γραπτή έκφραση, δυσκολία στον μαθηματικό συλλογισμό για παραπάνω από 6 μήνες και παρά την εξειδικευμένη βοήθεια που έχει δεχτεί.

      Οι σχολικές/ ακαδημαϊκές του/της δεξιότητες, να είναι ουσιαστικά χαμηλότερες από αυτές που αναμένονται για την ηλικία του / της και να επηρεάζουν τη σχολική επίδοση, την εργασία ή / και τις καθημερινές δραστηριότητες.

      Οι δυσκολίες αυτές θα πρέπει να έχουν έναρξη (νωρίς) στη σχολική ηλικία, παρόλο που κάποιοι άνθρωποι μπορεί να αρχίσουν να βιώνουν σημαντικές δυσκολίες αργότερα στη ζωή τους, όταν οι ακαδημαϊκές ή επαγγελματικές απαιτήσεις καθώς και οι απαιτήσεις της καθημερινής ζωής είναι μεγαλύτερες.

      Το τέταρτο κριτήριο αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί να υπάρχουν δυσκολίες όπως οι προαναφερθείσες αλλά αυτές δεν οφείλονται στην ύπαρξη Ειδικών Μαθησιακών Δυσκολιών. Για να υπάρξει, επομένως, η διάγνωση των ΕΜΔ δε θα πρέπει οι δυσκολίες αυτές να οφείλονται σε νοητική καθυστέρηση, σε άλλες αισθητηριακές ανεπάρκειες όπως δυσκολίες στην όραση ή την ακοή ή σε άλλες νευρολογικές αιτίες. Επιπλέον, δε θα πρέπει οι δυσκολίες αυτές να οφείλονται σε δυσμενείς συνθήκες στη ζωή κάποιου, όπως οι οικονομικές ή οι κοινωνικές, στην περιορισμένη ή ελλιπή ακαδημαϊκή κατάρτιση και διδασκαλία και τέλος σε δυσκολίες κατανόησης ή παραγωγής της γλώσσας η οποία χρησιμοποιείται κατά τη σχολική ή ακαδημαϊκή διδασκαλία.

Μια έγκαιρη και σωστή διάγνωση των ΕΜΔ θα οδηγήσει σε κατάλληλα και ορθά σχεδιασμένες παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι μαθητές με ΕΜΔ. Τα προγράμματα αποκατάστασης των ΕΜΔ είναι σημαντικό να γίνονται έγκαιρα και να σχεδιάζονται για κάθε μαθητή / μαθήτρια ξεχωριστά ακολουθώντας τις ιδιαίτερες ανάγκες και χαρακτηριστικά του / της. Βασικός γνώμονας και στόχος κάθε αποκαταστασιακού προγράμματος είναι η υποστήριξη των ατόμων με ΕΜΔ με τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε στιγμή να μπορεί να εγγυηθεί το δικαίωμα τους στη μάθηση και στην εργασία και να μπορεί να αναπτυχθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό το δυναμικό τους, τα ενδιαφέροντά τους και η ψυχική τους υγεία (Petretto & Masala, 2017).